- κωπήρειος
- -α, -οχαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών, που οφείλεται στο όνομα τού Άγγλου ανατόμου τού 17ου και τών αρχών τού 18ου αιώνα Γουίλιαμ Κόουπερ (α. «κωπἡρειοι αδένες» β. «κωπήρεια περιτονία»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.